ἐπαγορία

ἐπαγορία
ἐπᾱγορία
1 blame ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν (Meineke: ἀπαγορίας codd.) fr. 122. 6. ἐπαγορίαν ἔχει (ἐπίμωμός ἐστι explic. Hesych.) ?fr. 359.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαγορία — ἐπαγορία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἐπηγορία μορφή, κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • ἐπαγορίας — ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem acc pl ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγορίαν — ἐπαγορίᾱν , ἐπαγορία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”