- ἐπαγορία
- ἐπᾱγορία1 blame ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν (Meineke: ἀπαγορίας codd.) fr. 122. 6. ἐπαγορίαν ἔχει (ἐπίμωμός ἐστι explic. Hesych.) ?fr. 359.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επαγορία — ἐπαγορία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἐπηγορία μορφή, κατηγορία … Dictionary of Greek
ἐπαγορίας — ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem acc pl ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγορίαν — ἐπαγορίᾱν , ἐπαγορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)